-
1 χέρι
τό1) рука;δεξιό (αριστερό) χέρι — правая (левая) руке;
σφίγγω το χέρι — пожимать руку;
κουνώ τα χέρια — махать руками;
δίνω (προτείνω) το χέρι μου — подавать (протягивать) руку (для рукопожатия);
κρατώ από το χέρι — вести за руку;
αγγίζω με τα χέρια — трогать руками;
έχω στο χέρι — держать в руках;
παίρνω στα χέρια — брать на руки;
δίνω στα χέρια — выдавать на руки;
στα ίδια μου τα χέρια — в собственные руки;
μου έρχεται καλά στο χέρι — быть по руке, приходиться впору (о перчатках);
στο δεξί (αριστερό) χέρι — по правую (левую) руку;
2) ручка, рукоятка;§ εργατικά χέρια — рабочие руки;
βάζω χέρι σε κάτι — а) дотрагиваться до чего-л.;
хватать что-л.; лапать что-л, (прост.); б) наложить лапу на что-л., добраться до чего-л.;βάζω ( — или δίνω) *ίνα χέρι — помогать, оказывать помощь;
βάζω κάποιον στο χέρι — выуживать у кого-л. деньги;
βαστάω κάποιον γερά στα χέρια μου — держать кого-л. в своих руках;
τον έχω στο χέρι — он в моих руках;
είναι ( — или τον έχω) τού χέριού μου — а) он меня послушает; — б) он в моих руках, он в моей власти;
κάνω κάποιον τού χέριου μου — прибрать кого-л. к рукам, взять кого-л. в руки;
δεν είναι στο χέρι μου (σου...) — это не в моих (твоих...) силах;
στο χέρι μου είναι να... — я могу, от меня зависит, в моей власти...;
πέφτω στα χέρια κάποιου — попадать в чьй-л. руки;
βρίσκομαι σε καλά χέρια — быть, находиться в хороших руках;
παραδίδω κάποιον στα χέρια της δικαιοσύνης — передавать кого-л. в руки правосудия;
δένω τα χέρια κάποιου — связать кого-л. по рукам;
τσακίζω τα χέρια — давать по рукам;
περνώ από χέρι σε χέρι — а) ходить по рукам; — б) переходить из рук в руки;
πεθαίνω στα χέρια κάποιου — умереть на руках у кого-л.;
δίνω χέρι — ударить по рукам (согласиться);
τό χέρι σου! — по рукам!, согласен!;
ερχομαι στα χέρια — вступать в драку;
τραβώ χέρι — удаляться, ретироваться;
κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια — сидеть сложа руки;
έχω σφιχτό χέρι — быть скупым, жадным;
λερώνω τα χέρια — марать руки;
πλένω τα χέρια μου — умывать руки;
σηκώνω χέρι επάνω σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку;
μη σηκώνεις χέρι! — рукам волю не давай!;
μην απλώνεις χέρι σε... — не смей поднимать руку на...;
μου κόβεις τα χέρια — или μου κόβουνται τα χέριά — я как без рук (без κοεο- — чего-л.);
τον έχω δεξί χέρι — или είναι το δεξί μου χέρι — он моя правая рука;
έχει κι' αυτός το χέρι του μέσα — и он руку приложил к этому;
χέρι με χέρι — или------ а) из рук в руки;
б) рука об руку;πηγαίνουμε------идти рука об руку; е) быстро;με τόχέρι στην καρδιά — положа руку на сердце;
εναχέρι — один раз;
δυό (τρία) χέρια — два (три) раза;
τό πέρασα τρία χέρια — я это покрасил трижды;
τό πέρασα ακόμη ένα χέρι — я это просмотрел ещё раз;
από πρώτο (από δεύτερο) χέρι — из первых (из вторых) рук;
από χέρι σε χέρι — с рук на руки, из рук в руки;
με τα χέρια μου — своими руками;
πάνω ( — или ψηλά) τα χέρια! — руки вверх!;
κάτω τα -α! руки прочь!;να σού κοπούν τα χέρια! — чтоб у тебя руки отсохли!;
τό 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυό το πρόσωπο — посл, рука руку моет
-
2 почка
-
3 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
4 гайка
το περικόχλιο, разг. το παξιμάδιзавернуть - у αρμόζω/στρέφω/βιδώνω το -нарезать резьбу у - и κόβω/κατασκευάζω σπείρωμα στο -барашковая - πτερυγιοφόρο -, разг. η πεταλούδαкрыльчатая - см. барашковая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гайка
-
5 фитинг
το εξάρτημα-σωλήνας, ο συνδετικός σωλήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фитинг
-
6 партия
-и θ.1. το κόμμα•коммунистическая партия κομμουνιστικό κόμμα•
социалистическая σοσιαλιστικό κόμμα•
привая партия δεξιό κόμμα•
левая партия αριστερό κόμμα•
член -и μέλος του κόμματος•
принимать в -ю παίρνω (προσλαμβάνω) στο κόμμα.
2. ομάδα• τμήμα• συνεργείο•играки разделились на две -и οι παίχτες χωρίστηκαν σε δυό ομάδες.
3. παρτίδα• μερίδα ποσότητα•партия товаров παρτίδα εμπορευμάτων.
4. (χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) παρτίδα, ένα παιγνίδι•отыгранная партия η ρεβάνς.
|| οι παίχτες ενός παιγνιδιού.5. παρτίδα μουσική. || οι νότες μουσικής παρτίδας. || το σόλο στο μελόδραμα.6. γάμος•неровная партия άνισος (αταίριαστος) γάμος•
она тебе не партия αυτή δεν ταιριάζει με σένα.
εκφρ.сделать ή составить выгодную ή хорошую -ю – παλ. καλοπαντρεύομαι•состивить -ю – (για χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) βρίσκω παρέα για παιγνίδι.
См. также в других словарях:
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… … Dictionary of Greek
δίποδο — το 1. ο άνθρωπος, επειδή έχει δύο πόδια 2. (με υβριστική σημασία) ανόητος, σαν ζώο 3. έπιπλο ή σκεύος με δύο στηρίγματα 4. τα πόδια τού ίππου κυρίως θεωρούμενα ανά δύο (α. «πρόσθιο δίποδο» β. «οπίσθιο δίποδο» γ. «πλάγιο δεξιό» δ. «πλάγιο… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Λεύκτρα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 1.020 κάτ.) στην πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 64 χλμ. ΝΑ της Λιβαδειάς, στη θέση της αρχαίας ομώνυμης πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλαταιών. Μέχρι… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
Μουσείο Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης (Αθηνών) — Το μοναδικό μουσείο αρχαίας κυπριακής τέχνης στην Ελλάδα εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2001 σε τέσσερις αίθουσες του ισογείου του Πολιτιστικού Κέντρου Αθηναΐς, στον Βοτανικό Αθηνών. Η Αθηναΐδα, το παλιό εργοστάσιο κατασκευής μεταξιού,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Παλαίπαφου (Κύπρου), Τοπικό — Περίπου ένα χιλιόμετρο από τη νότια ακτή της Κύπρου, σε ένα λόφο, υψωνόταν το διάσημο κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους ιερό της Αφροδίτης. Εδώ κατασκεύασαν αργότερα οι σταυροφόροι το μικρό φρούριο La Covocle (από αυτό προέρχεται και το όνομα του … Dictionary of Greek
Πραξιτέλης — (4ος αι. π.X.). Αθηναίος γλύπτης, γιος του Κηφισόδοτου και πατέρας του Κηφισόδοτου και του Τιμάρχου, επίσης γλυπτών. Ο Πλίνιος τοποθετεί την ακμή του στην 104η Ολυμπιάδα (364 – 361) και ο Παυσανίας αναφέρει ότι έδρασε περίπου το 340. Περί τα μέσα … Dictionary of Greek